ἀγύρτῃ

ἀγύρτῃ
ἀγύρτης
collector
masc dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αγυρτικός — ή, ό (Α ἀγυρτικός, ή, όν) [ἀγύρτης] αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε αγύρτη, απατηλός, αλήτικος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀγυρτικόν απάτη, απατεωνιά …   Dictionary of Greek

  • πίθηκος — ο, ΝΜΑ, και πίθηκας Ν, δωρ. τ. πίθακος Α γενική, σήμερα, ονομασία τών ανώτερων θηλαστικών, που, σύμφωνα με την σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, μαζί με τους προπιθήκους και τον άνθρωπο αποτελούν την τάξη τών πρωτευόντων, και ζουν στην Ασία, στην …   Dictionary of Greek

  • αγυρτικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τον αγύρτη: Μεταχειρίστηκε αγυρτικές μεθόδους για να πετύχει τους σκοπούς του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”